![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Στρατιωτικά > General military
General military
General military terms.
Industry: Στρατιωτικά
Προσθήκη νέου όρουContributors in General military
General military
κοινή
Στρατιωτικά; General military
Υποδηλώνει δραστηριότητες, επιχειρήσεις, οργανισμούς, κ.λπ. , στο οποίο συμμετέχουν στοιχεία από δύο ή περισσότερα τμήματα του ...
επιβίωσης
Στρατιωτικά; General military
Έννοια που περιλαμβάνει όλες τις πτυχές της προστασίας του προσωπικού, όπλα, και προμήθειες, ενώ ταυτόχρονα να εξαπατούν τον εχθρό. Επιβίωσης τακτική περιλαμβάνουν κτίριο μια καλή άμυνα; απασχολούν ...
Πρόδρομος χημικών
Στρατιωτικά; General military
Ενώσεις που απαιτούνται στις συνθετικές ή εξαγωγή διαδικασίες της παραγωγής ναρκωτικών, και να γίνει ενσωματωθεί το ναρκωτικών μόριο. Δεν χρησιμοποιούνται για την παραγωγή της κοκαΐνης ή της ...
Οι λειτουργίες του υπολογιστή δικτύου (CNO)
Στρατιωτικά; General military
Αποτελείται από επίθεση δικτύου του υπολογιστή, υπολογιστή δικτύου άμυνας και λειτουργίες που επιτρέπουν εκμετάλλευση σχετικές υπολογιστή ...
Άμυνα Switched δίκτυο (DSN)
Στρατιωτικά; General military
Συστατικό του συστήματος άμυνας επικοινωνιών που χειρίζεται το Υπουργείο Άμυνας φωνή, δεδομένα, και video επικοινωνίεs. ...
Ειδικές Δυνάμεις (ΕΔ)
Στρατιωτικά; General military
Δυνάμεις του αμερικανικού στρατού οργανωμένες, εκπαιδευμένες και εφοδιασμένες για την διεξαγωγή ειδικών επιχειρήσεων με έμφαση στις ικανότητες διεξαγωγής ανορθόδοξου ...
αεροπορική πτέρυγα αεροπλανοφόρου
Στρατιωτικά; General military
Δύο ή περισσότερα σμήνη αεροσκαφών σχηματισμένα υπό ένα διοικητή για διοικητικό και τακτικό έλεγχο των επιχειρήσεων από ένα αεροπλανοφόρο. ...