![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Mining > General mining
General mining
General mining related terms and definitions in minerals and related activities.
Industry: Mining
Προσθήκη νέου όρουContributors in General mining
General mining
όγκος ελάττωμα
Mining; General mining
Μια δομή κρυστάλλου που αποκλίνει από την ιδανικότητά έχοντας δύο ή περισσότερα χημικά είδη σε μία ή περισσότερες τοποθεσίες κρύσταλλο. Σύγκριση: κρύσταλλο ελάττωμα; διαταραχή. ...
υπερκατασκευή
Mining; General mining
Μια δομή κρυστάλλου που προκύπτουν από κύτταρα μεγάλη μονάδα, όταν ένα κράμα αντιστρέφει από διαταραγμένο πληρότητα του περιοχές δικτυωτού πλέγματος από "κατά μέσο όρο" συστατικά άτομα σε μικρή ...
Endomorph
Mining; General mining
Ένα κρύσταλλο που περιβάλλεται από ένα άλλο κρύσταλλο ενός άλλου είδους ορυκτών. Adj. endomorphic, endomorphous.
brattice φύλλα
Mining; General mining
Μια κουρτίνα ή οθόνη από εύκαμπτο υλικό που χρησιμοποιείται για να κατευθύνει ή να ελέγχουν τη ροή του εξαερισμού του ...
Διαμέρισμα καμπύλη
Mining; General mining
Μια καμπύλη που δείχνει, για κάθε ειδικού βάρους (ή το μέγεθος) κλάσμα, το ποσοστό που περιέχεται σε ένα από τα προϊόντα του διαχωρισμού? π.χ., η ...
topcutter
Mining; General mining
Ένα μηχάνημα κοπής σχεδιασμένο esp. για την κοπή από τη ραφή στο υψηλό επίπεδο επάνω από το πόδα.