Home > Βιομηχανία/Τομέας > Sociology > General sociology
General sociology
General terms relating to the study of society.
Industry: Sociology
Προσθήκη νέου όρουContributors in General sociology
General sociology
κατανόηση
Sociology; General sociology
Γερμανική λέξη για την «κατανόηση» ή τη «διορατικότητα». Χρησιμοποιείται από τον Μαξ Βέμπερ να τονίσει την ανάγκη για τους κοινωνιολόγους να λάβουνν υπόψη τα συναισθήματα, τις σκέψεις των ανθρώπων, ...
κεκτημένα συμφέροντα
Sociology; General sociology
Όρος του Veblen για εκείνους τους ανθρώπους ή ομάδες που θα δοκιμαστούν σε περίπτωση κοινωνικής αλλαγής και οι οποίοι έχουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση του καθεστώτος. ...
ξενοκεντρισμός
Sociology; General sociology
H πεποίθηση ότι τα προϊόντα, τα στυλ, ή οι ιδέες μιας κοινωνίας κάποιου, είναι κατώτερα από εκείνα που προέρχονται από άλλες ...
εγκλήματα χωρίς θύματα
Sociology; General sociology
Ένας όρος που χρησιμοποιείται από τους κοινωνιολόγους για να περιγράψoυν την πρόθυμη ανταλλαγή μεταξύ των ενηλίκων από τα ευρέως επιθυμητά, αλλά παράνομα, αγαθά και υπηρεσίες. ...
έγκλημα λευκού περιλαίμιου
Sociology; General sociology
Τα εγκλήματα που διαπράττονται από εύπορους ιδιώτες ή εταιρείες κατά τη διάρκεια των καθημερινών δραστηριοτήτων ...
η μάχη των λευκών
Sociology; General sociology
Η μετανάστευση των λευκών από όλες τις λευκές κοινότητες να ξεφύγουν από την αναγκαστική ενσωμάτωση.
κράτος, πολιτεία
Sociology; General sociology
Μια οντότητα που διαθέτει το νόμιμο μονοπώλιο της χρήσης βίας εντός της επικράτειάς του.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
badr tarik
0
Όροι
57
Γλωσσάρια
2
Οπαδοί