Home > Βιομηχανία/Τομέας > Τηλεπικοινωνίες > General telecom
General telecom
Terms relating to telecommunication or communication through technological means.
Industry: Τηλεπικοινωνίες
Προσθήκη νέου όρουContributors in General telecom
General telecom
ελέγχου
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
1. να διεξάγει μια ανεξάρτητη αξιολόγηση και εξέταση των αρχείων του συστήματος και δραστηριότητες προκειμένου να εξεταστεί η καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα των δεδομένων ασφάλειας και ...
δοκιμές ασφαλείας
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
1. τη διαδικασία για να καθορίσει ότι ένα σύστημα πληροφοριών (IS) προστατεύει τα δεδομένα και υποστηρίζει τη λειτουργία ως θελήσει. 2. A διαδικασία που χρησιμοποιείται για να καθορίσει ότι τα ...
βαθμού της υπηρεσίας (GOS)
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
1. την πιθανότητα κλήσης να μπλοκάρει ή να καθυστερήσει περισσότερο από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εκφραζόμενη ως δεκαδικό κλάσμα. Σημείωση: βαθμού της υπηρεσίας μπορεί να εφαρμοστεί στην ...
ελάχιστου προνομίου
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
1. την αρχή που απαιτούν ότι κάθε θέμα χορηγείται το πλέον περιορισμένο σύνολο προνομίων που απαιτείται για την εκτέλεση του εγκεκριμένου έργου. Αρχή εφαρμογής του παρόντος περιορίζει ζημιές που ...
προφίλ χρήστη
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
1. το προφίλ που περιλαμβάνει τα προφίλ υπηρεσίας και περιέχει όλα τα δεδομένα που σχετίζονται με το χρήστη, π.χ., την εισερχόμενη κλήση πληροφορίες για το χειρισμό, την επιλογή του υπηρεσία ...
χαμηλής ισχύος FM ραδιόφωνο (LPFM)
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Μια εκπομπή υπηρεσία που επιτρέπει τη χορήγηση αδειών σε ραδιοφωνικούς σταθμούς FM 50 - 100 watt σε υπηρεσία ακτίνα έως 3. 5 μίλια και 1 - 10 watt ραδιοφωνικούς σταθμούς FM ακτίνα υπηρεσία από 1 έως ...
bit πληροφορίες χρήστη
Τηλεπικοινωνίες; General telecom
Λίγο μεταφέρονται από ένα χρήστη πηγή σε ένα σύστημα τηλεπικοινωνιών για την παράδοση σε ένα χρήστη προορισμού. Σημείωση 1: κομμάτια των πληροφοριών χρήστη δεν περιλαμβάνουν τα εναέρια κομμάτια ...