Contributors in Genome
Genome
συνεπικράτεια
Biology; Genome
Κατάσταση στην οποία δύο διαφορετικά αλληλόμορφα για ένα γενετικό γνώρισμα εκφράζονται ταυτόχρονα. Δείτε επίσης: αυτοσωματικό επικρατές, υπολειπόμενο ...
φυλοσύνδετος
Biology; Genome
Χαρακτηριστικά ή ασθένειες που συνδέονται με το Χ ή το Υ χρωμόσωμα. Κυρίως εμφανίζονται σε άνδρες. Δείτε επίσης: γονίδιο, μετάλλαξη, φυλετικό χρωμόσωμα ...
μεγαβάση (Mb)
Biology; Genome
Μονάδα μήκους για τμήματα DNA ίση με 1 εκατομμύριο νουκλεοτίδια και περίπου ίσο με το 1 cM. Δείτε επίσης: centimorgan ...
Μεντελική κληρονομικότητα
Biology; Genome
Μια μέθοδος στην οποία τα γενετικά χαρακτηριστικά μεταβιβάζονται από τους γονείς στους απογόνους. Πήρε το όνομά της από τον Γρηγόριο Μέντελ, που πρώτος μελέτησε και αναγνώρισε την ύπαρξη των γονιδίων ...
μονογονιδιακή διαταραχή
Biology; Genome
Κληρονομική διαταραχή που προκαλείται από ένα μεταλλαγμένο αλληλόμορφο ενός μόνο γονιδίου (π.χ., μυϊκή δυστροφία Duchenne, ρετινοβλάστωμα, δρεπανοκυτταρική αναιμία). Δείτε επίσης: πολυγονιδιακές ...
σωματικό κύτταρο
Biology; Genome
Κάθε κύτταρο στο σώμα εκτός των γαμετών και πρόδρομων κυττάρων τους. Δείτε επίσης: γαμέτης.