
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Consumer services > Hair salons
Hair salons
Of or relating to any establishment where customers pay a professional hairdresser to cut, wash, style or dye their hair.
Industry: Consumer services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Hair salons
Hair salons
actinic θυλακική
Consumer services; Hair salons
Ένα μικρό ακατέργαστα τόπου στο δέρμα χρόνια εκτίθενται στον ήλιο, προκύπτει πιο συχνά σε δίκαιη ολόκληρα ανθρώπους. ...
στοιχείο ενεργοποίησης
Consumer services; Hair salons
Μια χημικών συστατικών που προστίθεται ειδικά σε μαλλιά χλωρίνη να επιταχύνει τη δράση της η χλωρίνη χωρίς να καταστρέψουμε ασκόπως τα μαλλιά. Αναφέρεται επίσης και ως ενισχυτικό έναυσμα, χλωρίνη ...
δραστική ουσία
Consumer services; Hair salons
Η ουσία η οποία, που περιέχονται σε ένα προϊόν, κάνει στην πραγματικότητα το κύριο μέρος των εργασιών που χρησιμοποιείται για το ...
αλκαλικές περμανάντ
Consumer services; Hair salons
Ένα χημικώς με βάση μόνιμη waving προϊόν το οποίο έχει pH 7. 5 έως 9. 5. Stronger από το οξύ περμανάντ, αλκαλικές περμανάντ έχουν σχεδιαστεί για την παραγωγή σφιχτό, σταθερή, ελαστικές μπούκλες αντί ...
αλλεργία
Consumer services; Hair salons
Σωματικής αντίδραση στον ερεθιστική. Δέρματος αλλεργίες μπορούν να επιδεινωθούν από τις λύσεις που έχουν τεθεί στο ...