Home > Βιομηχανία/Τομέας > Τραπεζική > Initial public offering
Initial public offering
Referring to the process of transforming a private company into a public company by selling shares of its stock to the general public for the first time on a securities exchange.
Industry: Τραπεζική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Initial public offering
Initial public offering
κωδικός sic
Τραπεζική; Initial public offering
Κωδικός Επιχείρησης Επενδυτικών Προιόντων. Ενας κωδικός 4 ψηφίων που διευκρινίζει τον τομέα επιχείρησης που υπηρετεί μια ...
μαλακό δολλάριο
Τραπεζική; Initial public offering
Οι πληρωμές που γίνονται για την έρευνα και τις χρηματηστηριακές υπηρεσίες που παράγονται από προμήθειες.
προκαταρκτική επίσημη δήλωση
Τραπεζική; Initial public offering
Μια προκαταρκτική έκδοση της την επίσημη δήλωση, η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει την προτεινόμενη νέα έκδοση Δημοτική τίτλων πριν από τον καθορισμό των ισοτιμιών ή των τιμών. ΕπίσημηΕφημερίδ ...
διατίμηση
Τραπεζική; Initial public offering
Το αρχεικό μέτρο του τι χρειάζεται μια επιχείρηση για να γίνει δημόσια και χρησιμοποιείται για να μελετήσει εαν η εταιρεία έχει όντως αξιολογηθεί. Αναλογα με τις συνθήκες της αγοράς, αυτή η τιμή ...
ρευστότητα
Τραπεζική; Initial public offering
Μεγαλύτερο από κανονικό κίνημα στην τιμή του χρηματιστηρίου από πάνω ως κάτω. Αυτός ο όρος συνήθως αναφέρεται στο διάστημα της ημέρας και αναφέρεται επίσης σε διακυμάνσεις τιμής εβδομαδιαία ή ...
σύμφωνο προαίρεσης (πακέτο μετοχών σε ειδική τιμή)
Τραπεζική; Initial public offering
Επιστολή που εκδόθηκε απο μια εταιρεία και αντιπροσωπεύει μια επιλογή για να αγοράσει έναν ορισμένο αριθμό μετοχών χρηματηστηρίου σε ειδική τιμή πριν μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Εχοντας ειδική τιμή, ...
δήλη εβδομάδα (εβδομάδα οφειλής)
Τραπεζική; Initial public offering
Η εβδομάδα που ένα γραμμάτιο (ομόλογο) αναμένεται να έχει επίσημα τιμή και ανοικτό για εμπόριο, εμπορική διαπραγμάτευση. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί