Home > Βιομηχανία/Τομέας > Τραπεζική > Investment banking
Investment banking
Of or relating to the business of underwriting, or acting as the client's agent, in the issuance of securities in order to assist an individual, commercial enterprise, corporation or government instution ro raise capital.
Industry: Τραπεζική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Επενδύσεις σε Τράπεζες
Investment banking
αυξημένο κεφάλαιο
Τραπεζική; Επενδύσεις σε Τράπεζες
Επενδυμένο κεφάλαιο με μια πολιτική επένδυσης, που βασικά προσανατολίζεαι προς την ανάπτυξη. Τέτοια κεφάλαια τοποθετούν μόνο περιθωριακή έμφαση που παράγει χρήματα σε ...
εξωτερική ισορροπία
Τραπεζική; Επενδύσεις σε Τράπεζες
Συνώνυμο ισορροπίας πληρωμών Ισορροπία μεταφοράς αγαθών εκτός συνόρων, υπηρεσίες και μεταφορές κεφαλαίου.
εγγυημέη πίστωση
Τραπεζική; Επενδύσεις σε Τράπεζες
Πίστωση που δεν είναι ασφαλισμένη από πραγματικη ή προσωπική περιουσία αλλά από μία ή διάφορες προμήθειες. Στην Ελβετία, ειδικές εταιρείες που εγγυούνται έχουν ιδρυθεί για αυτό το σκοπό, πχ. εγγύηση ...
παρεμβάλλων φόρος
Τραπεζική; Επενδύσεις σε Τράπεζες
Στη Ελβετά, αυτός ο φόρος επιβάλλεται στην τρέχουσα τιμή τουυ 35% σε εθνικό εισόδημα από τα κέρδη κεφαλαίου και κέρδη από λαχεία σε υπερβάλλον ποσό του Ελβετικού φράγκου (CFH) 50 Οι πληρωμές φόρου ...
διευθυντής τραπεζικού τομέα
Τραπεζική; Επενδύσεις σε Τράπεζες
Ορος που αναφέρεται σε μια τράπεζα με ειδικό στάτους σε μια ασφαλιστική εταιρεία, πχ αναλαμβάνοντας ευρύτερα το θέμα που τους έχει ...
ποσοστό επί των πωλήσεω
Τραπεζική; Επενδύσεις σε Τράπεζες
Συνώνυμο με έξοδο άδειας Εγγραφή ανάθεσης της γης με δικαίωμα εκμετάλλευσης των πρώτων υλών (κάρβουνο, πετρέλαιο κλπ)που πληρώνονται από την άδεια στον ιδιοκτήτη ...