Home > Βιομηχανία/Τομέας > Τραπεζική > Investment banking
Investment banking
Of or relating to the business of underwriting, or acting as the client's agent, in the issuance of securities in order to assist an individual, commercial enterprise, corporation or government instution ro raise capital.
Industry: Τραπεζική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Επενδύσεις σε Τράπεζες
Investment banking
γραμμάτιο αόριστης διάρκειας
Τραπεζική; Επενδύσεις σε Τράπεζες
Ομόλογο χωρίς ημερομηνία λήξης. Τα ομόλογα αόριστης διάρκειας θα αποδίδουν τόκο σε τακτική βάση, αλλά δεν αποσβένουν το αρχικό ποσό ποτέ. Για να πάρουν πίσω το επενδυμένο κεφάλαιο σε τέτοια ομόλογα, ...
Τράοεζα Επενδύσεων
Τραπεζική; Επενδύσεις σε Τράπεζες
A provider of intermediary financial services like underwriting, matching investors and corporations, doing M&A and other reorganizations, and being a broker for organizations.
τοκομερίδιο
Τραπεζική; Επενδύσεις σε Τράπεζες
Ενα έγγραφο που προσκολλάται σε μία μετοχή, όταν αφαιρεθεί και παρουσιαστεί στον εκδότη του επενδυτικού προιόντος, παρέχει το δικαίωμα στον μεριδιούχο ή μέτοχο να λάβει την πληρωμή του τόκου ή ...
αξία αγοράς
Τραπεζική; Επενδύσεις σε Τράπεζες
(1) Συνώνυμο για την τιμή της αγοράς. (2) Επίσης: τιμή αγοράς. Η τιμή που λαμβάνεται από την ανοικτή αγορά υπό κανονικές συνθήκες (συνήθως σε σχέση με ακίνητα). Στην περίπτωση των ακινήτων, η αγοραία ...
διάγραμμα
Τραπεζική; Επενδύσεις σε Τράπεζες
Το διάγραμμα δείχνει την τιμή κίνησης των μετοών ή άλλων προιόντων. Τα διαγράμματα χρησιμοποιούνται από τους οικονομικούς αναλυτές βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, λαμβάνονοντας υπόψη τον όγκο ...
τεχνική ανάλυση
Τραπεζική; Επενδύσεις σε Τράπεζες
Επίσης γνωστή και ως ανάλυση γράφημα. Ανάλυση των ιστορικών δεδομένων τιμής και όγκου για μια αγορά ως βάση για την πρόβλεψη τιμών στο μέλλον τάσεις στο χρηματιστήριο περιουσιακό στοιχείο ή εμπόρευμα. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
weavingthoughts1
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί