Home > Βιομηχανία/Τομέας > Labor > Labor relations
Labor relations
Industry: Labor
Προσθήκη νέου όρουContributors in Labor relations
Labor relations
επιτροπή διαμαρτρίας
Labor; Labor relations
Μια επιτροπή μέσα στην τοπική ένωση που προβαίνει σε διαμαρτυρίες που προκύπτουν από την παραβίαση του συμβολαίου, κατάσταση ή ομοσπονδιακό νόμο, ή ως κατάχραση της τακτικής του παρελθόντος του ...
greenbackism
Labor; Labor relations
Αναφορά σε παρτιζάνους του Κόμματος των Πρασίνων και το Εργατικό Κόμμα Grreenback (των Πρασίνων)του 1970. Οι Πράσινοι προέβαλλαν αυξημένα προβλήματα επιταγών να τα ρευστοποιήσουν για να είναι ...
ελεύθερος καβαλλάρης
Labor; Labor relations
Ενας εργάτης στην εταιρεία αγοράς και παζάρι εργασίας που αρνείται να γίνει μέλος της ένωσης αλά δέχεται όλα τα οφέλη που διαπραγματεύονται από την ένωση Επίσης ονομάζεται και 'ελεύθερος ...