Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Linguistics

Linguistics

The scientific study of human language.

Contributors in Linguistics

Linguistics

συμβάσεις

Γλώσσα; Linguistics

Τα «πρότυπα» της γλωσσικής συμπεριφοράς σε μια συγκεκριμένη γλωσσική Κοινότητα. Αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, λεκτικό φόρμες, γραμματικά μοτίβα, με suprasegmental φωνολογία και λόγου στρατηγικές. ...

προς τα πίσω προβολής

Γλώσσα; Linguistics

Ως συνέπεια της εννοιολογική ολοκλήρωσης. Όπως τα εισόδου διαστήματα στο δίκτυο ολοκλήρωσης παραμένουν συνδεδεμένοι στο χώρο ανάμειξης, μπορούν να τροποποιηθούν λόγω της δομής του αναδυόμενες στο ...

βάση

Γλώσσα; Linguistics

Το τμήμα του πίνακα τομέα που είναι αναγκαίες για την κατανόηση του προφίλ του μια γλωσσική μονάδα. Παραδείγματος χάριν, το λεκτικό στοιχείο υποτείνουσας προφίλ στη μεγαλύτερη πλευρά μια ορθή γωνία ...

βασικό χώρο

Γλώσσα; Linguistics

Η ψυχική χώρο που αποτελεί το σημείο εκκίνησης για ένα συγκεκριμένο στάδιο λόγου, όπως την έναρξη μιας συνομιλίας. Χώρος της βάσης που χρησιμεύει για να ορίσετε το λόγου, σε σχέση με το βασικό χώρο ...

βασικό τομέα

Γλώσσα; Linguistics

Έναν τομέα (1) που προκύπτει άμεσα από την ανθρώπινη εμπειρία οποίες περιλαμβάνονται έχουν ενταχθεί και που βρίσκεται σε αντίθεση με μια αφηρημένη τομέα. Basic τομείς προέρχονται από αισθητικές ...

βασικό επίπεδο

Γλώσσα; Linguistics

Σύμφωνα με το πρωτότυπο θεωρία, το επίπεδο του σχηματισμού κατηγορία που κατέχεται να είναι βέλτιστη για τον άνθρωπο από άποψη γνωστικές οικονομία. Αυτό το επίπεδο της κατηγοριοποίησης παρέχει ένα ...

χώρος ανάμειξης

Γλώσσα; Linguistics

Σε ένα δίκτυο της ολοκλήρωσης, της ψυχικής χώρου, ο οποίος προκύπτει από εννοιολογική ολοκλήρωσης, η οποία καθιστά αναγκαία στην αναδυόμενη ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Top 10 Places to Visit on a Morocco Tour

Κατηγορία: Travel   1 10 Όροι

20 types of friends every woman has

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   5 22 Όροι