Home > Βιομηχανία/Τομέας > Electrical equipment > Motors
Motors
Industry: Electrical equipment
Προσθήκη νέου όρουContributors in Motors
Motors
διακόπτης πίεσης αέρα
Electrical equipment; Motors
Χρησιμοποιείται σε μοτέρ με ανεμιστήρες, για τη μέτρηση της διαφοράς στην πίεση στο φίλτρο, ώστε να ανιχνεύεται ένα μπλοκαρισμένο ...
σταθερή ταχύτητα
Electrical equipment; Motors
Ένα μοτέρ DC, το οποίο αλλάζει ταχύτητα μόνο σε μικρό βαθμό, από μία συνθήκη μη φορτίου, σε συνθήκη πλήρους φορτίου. Σε μοτέρ AC, αυτά είναι τα σύγχρονα ...
πυρήνας
Electrical equipment; Motors
Το σιδερένιο τμήμα του στάτορα και ρότορα, κατασκευασμένο από κυλινδρικό ηλεκτρικό χάλυβα σε στρώσεις. Οι πυρήνες στάτορα και ρότορα διαχωρίζονται ομόκεντρα από ένα διάκενο αέρα, με τον πυρήνα ρότορα ...
κύκλοι ανά δευτερόλεπτο (hertz)
Electrical equipment; Motors
Μία πλήρης αντιστροφή ροής εναλλασσόμενου ρεύματος ανά ρυθμό χρόνου. (Μία μέτρηση συχνότητας.) Ισχύς A.C. 60 Hz (κύκλοι ανά δευτερόλεπτο) είναι κοινή στις Η.Π.Α. και συχνότητα 50 Hz είναι περισσότερο ...
συνεχές ρεύμα (D.C.)
Electrical equipment; Motors
Ένα ρεύμα που ρέει μόνο προς μία κατεύθυνση σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Μπορεί να είναι συνεχές ή ασυνεχές και μπορεί να είναι σταθερό ή να παρουσιάζει διακυμάνσεις. ...
μοτέρ dc
Electrical equipment; Motors
Ένα μοτέρ που χρησιμοποιεί είτε παραγόμενη, είτε ανορθωμένη ισχύ D.C. (βλ. ορισμό Μοτέρ). Ένα μοτέρ DC χρησιμοποιείται συνήθως όταν απαιτείται λειτουργία μεταβλητής ταχύτητας. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί