Home > Βιομηχανία/Τομέας > Oil & gas > Oilfield
Oilfield
Oilfield refers to a region with an abundance of oil wells extracting petroleum from below the ground.
Industry: Oil & gas
Προσθήκη νέου όρουContributors in Oilfield
Oilfield
οξύ ανασταλτικός παράγοντας
Oil & gas; Oilfield
Αναστολέας διάβρωσης οξύ. Μειώνει τις όξινες επιθέσεις σε μέταλλο.
acidizing μήτρα
Oil & gas; Oilfield
Acidizing ένας βράχος κάτω από την διάρρηξη πίεση, είτε να μειώσει τη ζημία σχηματισμό ή να βελτιώσει τη διαπερατότητα της ...
αγοράσει πίσω συμφωνία
Oil & gas; Oilfield
Συμφωνία μεταξύ της υποδοχής και μια σύμβαση μίσθωνε υπό τις οποίες το κράτος πληρώνει ο ανάδοχος προσυμφωνημένη τιμή για το σύνολο ή μέρος των παραγόμενων υδρογονανθράκων. ...
υδροκρίτης
Oil & gas; Oilfield
Όλα προσγειώνεται αποστράγγισης ότι η απορροή νερού σε μια συγκεκριμένη περιοχή.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί