Home > Βιομηχανία/Τομέας > Oil & gas > Oilfield
Oilfield
Oilfield refers to a region with an abundance of oil wells extracting petroleum from below the ground.
Industry: Oil & gas
Προσθήκη νέου όρουContributors in Oilfield
Oilfield
Δυναμοκυψέλες
Oil & gas; Oilfield
Ένα ηλεκτρονικό «γέφυρα Wheatstone τύπου"στοιχείο από ό, τι μπορεί να αποτελούν τη βάση της μέτρησης για ένα δυναμοκυψέλη ή άλλη εφαρμογή μέτρηση στέλεχος. Η συσκευή μέτρα ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ηλεκτρική ...
ρύθμιση πίεσης Συνέλευση (PSA)
Oil & gas; Oilfield
Ένα E-line εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ορίσει τα εργαλεία downhole. Χρησιμοποιεί κανονικά μια προωθητική γόμωση ...
ολοκληρωμένη
Oil & gas; Oilfield
Μια εταιρεία που ασχολείται με την ανάντη και κατάντη τομείς της βιομηχανίας ενέργειας.
σημειωθεί υπέρβαση
Oil & gas; Oilfield
Ένα αλιευτικό εργαλείο σχεδιασμένο να γλιστρήσει πάνω από τα ψάρια και να πιάσει το εξωτερικό.
διαφορική SP
Oil & gas; Oilfield
Μια καμπύλη καταγράφεται ως μια ταυτόχρονη SP μετρήσεις από δύο ηλεκτρόδια, κάθε που χρησιμεύει ως ένα δυναμικό αναφοράς για τους ...
αζώτου μαξιλάρι
Oil & gas; Oilfield
Ένα μαξιλάρι του αερίου αζώτου τοποθετείται πάνω από ένα υγρό στήλη για να μειώσει την πίεση στη σωλήνωση φρεάτων. Επίσης χρήση σε δακτύλιο για μια επέκταση μαξιλάρι σε περίπτωση δακτυλιοειδή υγρό ...
ελαιοτριβείο
Oil & gas; Oilfield
Ένα τέμνον εργαλείο που χρησιμοποιείται για να αλέσει μέταλλο, φόρεμα από ένα ψάρι, ή να ανοίξει ένα παράθυρο για ένα λάκτισμα-μακριά. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί