Home > Βιομηχανία/Τομέας > Eyewear; Υγεία > Optometry

Optometry

A health care profession concerned with eyes and related structures, as well as vision, visual systems, and vision information processing in humans. The practice of eye and vision care.

Contributors in Optometry

Optometry

οίδημα

Eyewear; Optometry

Πρήξιμο.

ενδο

Eyewear; Optometry

Ένα πρόθεμα έννοια κατά ή μέσα.

διαβήτης τύπου Ι

Eyewear; Optometry

Ινσουλινοεξαρτώμενος, που προκύπτουν από την καταστροφή του την ινσουλίνη που παράγουν τα κύτταρα νησιδίων του παγκρέατος. ...

διαβήτης τύπου ΙΙ

Eyewear; Optometry

Μη ινσουλινοεξαρτώμενος, που προκύπτουν από την αντίσταση των ιστών στην ινσουλίνη.

Οργανισμός Διατήρησης της Υγείας

Eyewear; Optometry

Μια ιατρική ή ασφαλιστικό σχέδιο όραμα που απαιτεί τους δικαιούχους να χρησιμοποιήσουν μόνο τις εγκαταστάσεις και οι γιατροί που έχουν συμβληθεί με το σχέδιο για την παροχή υπηρεσιών στους δικαιούχους ...

Εθνικό Ίδρυμα Οφθαλμών(ΜΚΑ)

Eyewear; Optometry

Ένα τμήμα της της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ National Institutes of Health. Περίπου τα τρία τέταρτα των ΗΠΑ μάτι έρευνας χρηματοδότηση προέρχεται στο το National Eye ...

Ένωση για την τελειότητα στα Οφθαλμολογικά (ΝΑΕ)

Eyewear; Optometry

Οφθαλμίατρος οργάνωση ιδιότητας μέλους.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

longest English words

Κατηγορία: Other   1 6 Όροι

Byzantine Empire

Κατηγορία: Ιστορία   1 20 Όροι