Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Payroll
Payroll
Of or relating to the financial record of employees' salaries, wages, bonuses, net pay, and deductions.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Payroll
Payroll
μοντέλο κράτησης από μισθό
Λογιστική; Payroll
Μέθοδος υπολογισμού του ποσού φορολόγησης εισοδήματος που αφαιρείται από τον μισθό του υπαλλήλου με βάση κατηγορίες μισθών σύμφωνα με το οικογενειακό στάτους του υπαλλήλου και χρονικό διάστημα ...
έκτακτος μισθός
Λογιστική; Payroll
Ενα μειωμένο ποσό μισθού που πληρώνεται σε εφήβους για τις πρώτες 90 ημέρες εργασίας.
μείωση λόγω δώρου
Λογιστική; Payroll
Μείωση του βασικού μισθού από εργοδότες σε υπαλλήλους που λαμβάνουν δώρα.
αντίγραφο πολλαπλών χώρων εργασίας
Λογιστική; Payroll
Ενα αντίγραφο που εκδίδεται από το Γραφείο Στατιστικής Εργασίας για την εκπόνηση Στατιστικής επιχειρήσεων των ΗΠΑ με πολλούς χώρους ...
δηλωτικό πληρωμών
Λογιστική; Payroll
Ενα δηλωτικό αναφοράς συνοπτικά των ποσών πληρωμής και αφαίρεσης των μισθών υπαλλήλων για το τρέχον έτος.
επιστροφή πληροφορίας
Λογιστική; Payroll
Επιστροφή χρημάτων που αποστέλλεται στο IRS )π.χ 1000 σειρές)ή στο SSA )πχ Φόρμα W-2 Αντίγραφο Α μαζί με την Φόρμα W-3 ή 6559)ώστε να δείχνει τις πληροφορίες που σχετίζονται με την φορολόγηση. ...
κανονισμός μέ ιδιωτική επιστολή
Λογιστική; Payroll
Κανονισμός που εκδίδεται μεσω IRS μετά από αίτηση του φορολογούμενου που θέλει να γνωρίζει πώς εφαρμόζονται οι νόμοι σε μια ειδική περίπτωση. Ο κανονισμός οσχύει μόνο με αίτηση του φορολογούμενου, ...