Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Payroll
Payroll
Of or relating to the financial record of employees' salaries, wages, bonuses, net pay, and deductions.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Payroll
Payroll
δευτερεύοντα οφέλη
Λογιστική; Payroll
Πληρωμή εκτός μισθού που δίδεται σε έναν υπάλληλο για ιατροφαρμακευτική κάλυψη, διακοπές, εταιρικά αυτοκίνητα, επιδόματα δημοσίων μέσων μεταφοράς κλπ, που μπορεί να φορολογούνται ή ...
συμπληρωματικοί μισθοί
Λογιστική; Payroll
Πληρωμή που λαμβάνουν οι υπάλληλοι εκτός τακτικού μισθού, όπως δώρα, προμήθειες και αμοιβή παροχής υπηρεσιών Ο φόρος εισοδήματος μπορεί να αφαιρείται από αυτές τις πληρωμές σε ένα σταθερό ποσοστό ...
μπόνους παραγωγικότητας
Λογιστική; Payroll
Δώρο που περιλαμβάνεται στη συμφωνίας ή συμβόλαιο πρόσληψης ή κίνητρο που συνδέεται με την παραγωγή, αποτελεσματικότητα, συνέπεια, ποιότητα ή άλλο μέτρο ...
έλεγχος στοιχείων πληροφορίας
Λογιστική; Payroll
Είδος ελέγχου που σχεδιάζεται για την διασφάλιση εισαγωγής ορθών στοιχείων.
έξοδα μετάθεσης
Λογιστική; Payroll
Τα έξοδα μετάθεσης ενός υπαλλήλου σε άλλο μέρος. Η πληρωμή αυτών των εξόδων γίνεται με απόφαση του εργοδότη. Η μετάθεση μερικών υπαλλήλων (υπό το πλάνο αξιολόγησης IRC του Τομέα 132), τα έξοδα πρέπει ...
ηλικία συνταξιοδότησης
Λογιστική; Payroll
Σήμερα στα 65, η ηλικία συνταξιοδότησης ενός υπαλλήλου που προβλέπεται από τον νόμο για ολόκληρη σύνταξη από τον φορέα ασφάλισης. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί