Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Payroll
Payroll
Of or relating to the financial record of employees' salaries, wages, bonuses, net pay, and deductions.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Payroll
Payroll
αυτόματη διόρθωση συστήματος
Λογιστική; Payroll
Προειδοποίηση ή μύνημα εντός υπολογιστή που ελέγχει λάθη που είτε διορθώνει είτε ειδοποιεί τον χειριστή ότι κάτι είναι λάθος: το αυτόματο σύστημα διόρθωσης ελέγχει σφαιρικά το ...
καθυστερημένη πληρωμή
Λογιστική; Payroll
Τι συμβαίνει όταν δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα για τις εισφορές των υπαλλήλων , πχ τα χρήματα έχουν δεσμευτεί και το ποσό των μεικτών είναι μικρότερο από το κανονικό και δεν μπορεί να καλύψει τις ...
βασικός μισθός
Λογιστική; Payroll
Οταν πρόκειται για επίδομα ανεργίας, δίδονται άμεσα 4/5 άμεσα του προηγούμενου έτους.
εξαιρέσεις υπαλλήλων
Λογιστική; Payroll
Ενώ αυτός ο όρος αναφέρεται σε οιονδήποτε υπάλληλο που δεν τον καλύπτει ο νόμος, γενικά εννοεί τις εξαιρέσεις υπαλλήλων από το βασικό ημερομίσθιο και την απαίτηση εγγράφων σε αρχεία του Κρατικού ...
γραφεία ευρέσεως εργασίας
Λογιστική; Payroll
Υπάλληλοι που προσλαμβάνονται σε εργασίες προσωρινά με την βοήθεια των γραφείων ευρέσεως εργασίας οι οποίοι προωθούνται και εκπαιδεύονται από αυτά για να εργασθούν σε εταιρείες. Είναι υπάλληλοι ...
διαδοχική εργασία
Λογιστική; Payroll
Η εργασία σε περισσότερος από μια εταιρείες μέσω αμοιβαίας συμφωνίας.
σύσταση τομέα εργασίας
Λογιστική; Payroll
Σύσταση γραπτώς σε γραφεία τομέα IRS και ελεγκτές από το Συμβούλιο Γραφείων Ευρέσεως Εργασίας για να μάθουν να χειρίζονται ειδικές ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
weavingthoughts1
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί