Home > Βιομηχανία/Τομέας > Ενέργεια > Petrol
Petrol
a naturally occurring, flammable liquid consisting of a complex mixture of hydrocarbons of various molecular weights and other liquid organic compounds, that are found in geologic formations beneath the Earth's surface. A fossil fuel, it is formed when large quantities of dead organisms, usually zooplankton and algae, are buried underneath sedimentary rock and undergo intense heat and pressure.
Industry: Ενέργεια
Προσθήκη νέου όρουContributors in Πετρέλαιο
Petrol
αναπαραγωγικός αντιδραστήρας
Ενέργεια; Άνθρακας
Πυρηνικός αντιδραστήρας στον οποίο το καύσιμο παράγεται σαν αποτέλεσμα της δικής του πυρηνικής δραστηριότητας. ...
μετοχικό κεφάλαιο
Ενέργεια; Άνθρακας
Το σύνολο του κεφαλαίου που προκύπτει από τη διάθεση μετοχών μιας εταιρείας.
προσφορά προσαρμογής
Ενέργεια; Άνθρακας
Μια δημοπρασία που πραγματοποιείται από ανεξάρτητο διαπραγματευτή ή από αγορά ενέργειας για να ανακατευθύνει την προσφορά ή ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, όταν αναμένεται συμφόρηση. ...
προσφορά ζήτησης
Ενέργεια; Άνθρακας
Μια προσφορά στην αγορά ανταλλαγής ενέργειας που δείχνει την ποσότητα ενέργειας ή παρεπόμενης υπηρεσίας που ο επιλέξιμος πελάτης είναι διατεθειμένος να αγοράσει και, κατά περίπτωση, η μέγιστη τιμή ...
βασική χρέωση
Ενέργεια; Άνθρακας
Μια σταθερή χρέωση για την κατανάλωση ενέργειας ανά κιλοβατώρα, ανεξάρτητη από άλλες επιβαρύνσεις ή και προσαρμογές. ...
σταθερό κόστος (δαπάνη)
Ενέργεια; Άνθρακας
Τα έξοδα που δεν μεταβάλλονται ανάλογα με τον όγκο της δραστηριότητας.
σταθερό λειτουργικό κόστος
Ενέργεια; Άνθρακας
Τα σταθερά έξοδα, εξαιρουμένων των σχετικών με επενδύσεις κεφαλαίου που δεν μεταβάλλονται με τη λειτουργία, όπως η συντήρηση και μισθοδοσία. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Silentchapel
0
Όροι
95
Γλωσσάρια
10
Οπαδοί