
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Υγεία > Pharmacy
Pharmacy
1) The science and practice of the preparation and dispensing of medicinal drugs. 2) A store where medicinal drugs are dispensed and sold.
Industry: Υγεία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Pharmacy
Pharmacy
κριτήρια αποκλεισμού
Υγεία; Pharmacy
Χαρακτηριστικά του θέματα τα οποία, εάν υπάρχει, απαγόρευση εισόδου σε μελέτη.
διπολικό ii διαταραχή
Υγεία; Pharmacy
Χαρακτηρίζεται από ένα ή περισσότερα μεγάλα κατάθλιψης και συνοδεύεται από τουλάχιστον ένα hypomanic επεισόδιο.
επείγουσας αντισύλληψης
Υγεία; Pharmacy
Κάθε μέθοδος αντισύλληψης που λειτουργεί μετά την επαφή για την πρόληψη της εγκυμοσύνης.
παρενέργεια φαρμάκων
Υγεία; Pharmacy
Οι επιβλαβείς, ακούσια και ανεπιθύμητες επιπτώσεις του ένα ναρκωτικό που εμφανίζεται σε δόσεις χρησιμοποιούμενες στον άνθρωπο για λόγους προφύλαξης, διάγνωσης ή θεραπείας. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Pallavee Arora
0
Όροι
4
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
John Grisham's Best Books
