Home > Βιομηχανία/Τομέας > Υγεία > Pharmacy
Pharmacy
1) The science and practice of the preparation and dispensing of medicinal drugs. 2) A store where medicinal drugs are dispensed and sold.
Industry: Υγεία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Pharmacy
Pharmacy
φαρμακευτική περίθαλψη
Υγεία; Pharmacy
*a ασθενή-κέντρο πράξη στην οποία ο ιατρός αναλαμβάνει την ευθύνη για έναν ασθενή με τα ναρκωτικά πρέπει και θα λογοδοτούν για αυτή τη δέσμευση. *a υγειονομικής περίθαλψης επαγγελματική πρακτική ...
pseudoaddiction
Υγεία; Pharmacy
Ένα μοτίβο συμπεριφορά αντικατοπτρίζουν το ζητούν ανακούφιση του πόνου και ομοιάζουν με την εθιστική συμπεριφορά. ...
γραμμική παλινδρόμηση
Υγεία; Pharmacy
(του y επί του X) Η διαδικασία προσδιορισμού μια εξίσωση παλινδρόμησης ή πρόβλεψης για να προβλέψετε y από X.
θεραπευτική σχέση
Υγεία; Pharmacy
*a εταιρικής σχέσης ή της Συμμαχίας μεταξύ ο ιατρός και τον ασθενή σχηματίζονται για τους σκοπούς της τη βελτιστοποίηση του ασθενούς φάρμακα εμπειρία. *Χαρακτηρίζεται από: εμπιστοσύνη, συμπάθεια, ...
προσαρμοσμένες ποιότητας ζωής-χρόνια (QALY)
Υγεία; Pharmacy
Υγεία αποτέλεσμα σύνοψης μέτρο κατά το οποίο αναπροσαρμόστηκε ποσότητα της ζωής για την ποιότητα. a έτος πλήρους υγεία ισοδυναμεί με 1. 0 QALY. Ένα χρόνο σε ένα μέλος της υγείας που θεωρείται ...
κλινική αδρανείας
Υγεία; Pharmacy
Μια κλινική κατάσταση, στην οποία έγινε καμία θεραπευτική κίνηση για να αντιμετωπίζει μια παθολογική κατάσταση έναν ασθενή που δεν θεωρείται επαρκώς επεξεργασμένα ή, κατά την επεξεργασία ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί