Home > Βιομηχανία/Τομέας > Υγεία > Pharmacy
Pharmacy
1) The science and practice of the preparation and dispensing of medicinal drugs. 2) A store where medicinal drugs are dispensed and sold.
Industry: Υγεία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Pharmacy
Pharmacy
διαρρυθμισμένη έκταση
Υγεία; Pharmacy
Όροι *ένα από τα πρότυπα για να περιγράψει την κατάσταση αποτέλεσμα ενός ασθενούς παθολογική κατάσταση που αντιμετωπίζονται με φαρμακοθεραπείας. *Δεν μετρήσιμη πρόοδο στην επίτευξη των στόχων της ...
φυσικό αρχείο καταγραφής (Ln)
Υγεία; Pharmacy
Μια λογάριθμο με στη βάση e (ε 2. 718) σε σύγκριση με άλλες γνωστές λογαρίθμου να βασίσετε 10 (αρχείο καταγραφής). e περιγράφει τα μοτίβα αύξησης του πληθυσμού και είναι πολύ σημαντικό για τον ...
homocysteine
Υγεία; Pharmacy
Ένα homolog της κυστεΐνης, που παράγεται από το demethylation της μεθειονίνη, καθώς και ένα ενδιάμεσο της το βιοσύνθεση· στην της 1-κυστεΐνη από 1-μεθειονίνη μέσω 1-cystathionine. Τα επίπεδα ανύψωση ...
υποχρεωτικά κοινοποιήσιμη νόσος
Υγεία; Pharmacy
Μια ασθένεια για την οποία, τακτικές και συχνές εγκαίρως πληροφορίες σχετικά με μεμονωμένες περιπτώσεις θεωρείται απαραίτητη για την πρόληψη και τον έλεγχο της ...
unbiasedness
Υγεία; Pharmacy
(από μια στατιστική) Ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια στατιστική των οποίων η μέση τιμή με βάση ένα μεγάλο αριθμό των δειγμάτων που είναι ίση με την παράμετρο πληθυσμού στην ...
nonrandomized δοκιμής
Υγεία; Pharmacy
Μια κλινική δοκιμή στην οποία θέματα έχουν εκχωρηθεί σε θεραπείες σε εκτός από μια τυχαιοποιημένοι βάση. Υπόκειται σε αρκετές βαθμονομήσεις. ...
παλινδρόμησης
Υγεία; Pharmacy
(του y επί του X) Η διαδικασία προσδιορισμού μια πρόβλεψη εξίσωση για την πρόβλεψη y από X.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί