Home > Βιομηχανία/Τομέας > Υγεία > Pharmacy
Pharmacy
1) The science and practice of the preparation and dispensing of medicinal drugs. 2) A store where medicinal drugs are dispensed and sold.
Industry: Υγεία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Pharmacy
Pharmacy
ανάλυση πίνακα ζωής
Υγεία; Pharmacy
Μια μέθοδος για την ανάλυση φορές επιβίωσης για λογοκρισία παρατηρήσεις που έχουν ομαδοποιηθεί σε χρονικά διαστήματα. ...
εν μέρει βελτιωθεί
Υγεία; Pharmacy
Όροι *ένα από τα πρότυπα για να περιγράψει την κατάσταση αποτέλεσμα ενός ασθενούς παθολογική κατάσταση που αντιμετωπίζονται με φαρμακοθεραπείας. *Γίνεται κάποια μετρήσιμη πρόοδο προς την επίτευξη ...
χρόνια της ζωής του δυναμικού χαθεί (YPLL)
Υγεία; Pharmacy
Ένα μέτρο του συνολικού ζωής έχασε μια συγκεκριμένη ηλικία (π.χ., 75 χρόνια) εντός ενός πληθυσμού λόγω των πρόωρων ...
prothrombin
Υγεία; Pharmacy
Clotting παράγοντα που έχει μετατραπεί σε thrombin- γνωστό επίσης και ως συντελεστής ΙΙ.