Home > Βιομηχανία/Τομέας > Government; Law enforcement > Police
Police
Special government unit empowered to enforce the law.
Industry: Government; Law enforcement
Προσθήκη νέου όρουContributors in Police
Police
ειδική αστυνομία
Law enforcement; Police
Αστυνομικών υπηρεσιών υπηρετούν μόνο συγκεκριμένες κυβερνητικές υπηρεσίες. Παραδείγματα της αστυνομίας του Λος Άντζελες σχολική περιφέρεια και η μητροπολιτική αστυνομία διαμετακόμισης στην Ουάσιγκτον, ...
πολίτες
Law enforcement; Police
Εκείνους που ακολουθούν τις επιδιώξεις της πολιτικής ζωής και δεν απασχολούνται ως ορκωτοί υπάλληλοι ή υπάλληλοι. ...
πραγματικότητα σοκ
Law enforcement; Police
Έκπληξη μια νέα αστυνομικός εμπειρίες όταν αντιμετωπίζουν τη δυσάρεστη πτυχές της που ασχολούνται με το κοινό, το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, καθώς και το τμήμα κατά τις πρώτες εβδομάδες και μήνες ...
φυλετική σκιαγράφηση
Law enforcement; Police
Την πρακτική της πραγματοποίησης αστυνομία σταματά μόνο με βάση τη φυλή ή το έθνος κάποιου και όχι λόγω της εγκληματικής δραστηριότητας. ...
Δημοτική αστυνομία
Law enforcement; Police
Επίσης γνωστό ως πόλη αστυνομία, υποδηλώνουν το σημαντικότερο συστατικό της επιβολής αμερικανικού νόμου. Που αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία όλων των υπηρεσιών επιβολής του νόμου και οι ορκωτοί ...
ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΓΚΑΙΡΗΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ
Law enforcement; Police
Ένα σύστημα διαχείρισης πληροφοριών που συστηματικά να συγκεντρώνει και να αναλύει τα δεδομένα σχετικά με αστυνομικός προβληματική συμπεριφορά, παραπόνων πολιτών, αστυνομικός χρήση των εκθέσεων της ...
σπασμένα παράθυρα υπόθεση
Law enforcement; Police
Αναπτύχθηκε από τον James Q. Wilson και Γιώργος λ Kelling, υποστηρίζει ότι η αστυνομία πρέπει να επικεντρωθεί τους πόρους σε διαταραχή προβλήματα που δημιουργούν φόβο του εγκλήματος και να οδηγήσει ...