Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking
Public speaking
Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Public speaking
Public speaking
κοινοβουλευτική διαδικασια
Γλώσσα; Public speaking
Ενα σύνολο τυπικώ καόνων που καθιερώει μια τάξη στις εργασίες για συναντήσεις και ενθαρρύνει την τάξη, δικαιοσύνη και πλήρη μελέτη προτάσεως κατά την διάρκεια συνεδριάσεων ...
κρυφή ατζέντα
Γλώσσα; Public speaking
Ενα σύνολο στόχων που δεν ναφέρονται και μπορεί να έρθουν σε κόντρα με τους στόχους της ομάδος ως σύνολο.
bits
Γλώσσα; Public speaking
Ενα σύντομο τμήμα υλικού που συνδεεται έτσι ώστε να είναι εύκολο να απομνημονεύσεις. Δες,Συνδέσμος, Σειρές
βασική κίνηση
Γλώσσα; Public speaking
Μια δεσμευτική πρόταση μιας ομάδας σε κάποια ειδική δράση ή δήλωση
αμεσότητα
Γλώσσα; Public speaking
Η ποιότητα επιτυχούς επικοινωίας που επιτυγχάνεται από τον ομιλητή και την εμπειρία του ακροατηρίου μια αίσθηση εγγύτητας. ...