Home > Βιομηχανία/Τομέας > Retail > Retail stores
Retail stores
A store that is designed to sell goods and services to consumers.
Industry: Retail
Προσθήκη νέου όρουContributors in Retail stores
Retail stores
κάβα
Retail; Retail stores
Κατάστημα που ειδικεύεται στην πώληση του αλκοόλ, και έχει την άδεια να το πράξει, αν και αυτό πρέπει να καταναλώνεται από τις εγκαταστάσεις. ...
Selfridges
Retail; Retail stores
Selfridges (επίσης Selfridges & Co) είναι μία αλυσίδα ανώτερης καταστημάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ιδρύθηκε από Harry Gordon Selfridge το 1909. Η ναυαρχίδα κατάστημα στο Λονδίνο είναι δεύτερη ...
Χάροντς
Retail; Retail stores
Χάροντς είναι ένα ανώτερο τμήμα της αγοράς κατάστημα βρίσκεται στο δυτικό Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο. Η Χάροντς μάρκα επεκτείνεται και σε Χάροντς Bank, Χάροντς Estates, Χάροντς Aviation και Χάροντς ...
John Lewis
Retail; Retail stores
John Lewis είναι μια αλυσίδα αντικατοπτρίσει καταστημάτων που λειτουργούν σε ολόκληρη τη μεγάλη Βρετανία. Το πρώτο κατάστημα άνοιξαν την Oxford Street, Λονδίνο το 1864 και επεκτάθηκε για να συμπεριλάβ ...
περνούν
Retail; Retail stores
Να πληρώσουν χρήματα ή να περνούν το χρόνο τους: ένα πρόσωπο που ξοδεύει χρήματα για να αγοράσει πολλά πράγματα καλείται ως ...
xuepin
Retail; Retail stores
Μια κινεζική όρος για ψώνια τρελών που αρχικά είχε δανειστεί από την αγγλική προφορά για "ψώνια". Κυριολεκτικά σημαίνει αιματηρή μάχη και είναι χρησιμοποιείται για να περιγράψει τρελών αγορές όπως οι ...
La Senza
Retail; Retail stores
La Senza Corporation είναι μια καναδική μόδας λιανοπωλητή που βασίζεται σε Dorval, Κεμπέκ, που πωλεί τα εσώρουχα και οικεί ος ενδυμασία. Η La Senza μάρκα ανήκει σήμερα από περιορισμένες μάρκες που ...