Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
απαθανατίζω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Διατηρώ κάποιον ή κάτι πολύ ζωντανό στη μνήμη των συγχρόνων και των μεταγενεστέρων.
θησαυρίζω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να συγκεντρώσει και να αποθηκεύουν μακριά για λόγους συσσώρευσης.
κατακρίνω (''κατάκριση'')
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να εκφράσουν την αποδοκιμασία ή λύπη, με την ελπίδα για το αντίθετο.
συμπιέζω ('συμπίεση'), σημαίνει και καθαθλίβω (''depression= κατάθλιψη'')
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να πιέστε προς τα κάτω.