Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
καταστρέφω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Παραμορφώνω ή καταστρέφω το πρόσωπο ή την εξωτερική επιφάνεια, συνήθως γράφοντας ή ζωγραφίζοντας.
defalcate
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Παίρνω ή χρησιμοποιώ παράνομα κάτι που βρίσκεται υπό την δική μου φροντίδα ή ευθύνη, χωρίς όμως να μου ...
εξολοθρεύσει προληπτικά τους χοίρους
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Απομακρύνω τους κατοίκους από έναν τόπο.
wampum
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Χάντρες δουλεμπόρους σε νήματα, πρώην χρησιμοποιούνται μεταξύ των Ινδιάνων της Αμερικής ως νόμισμα.