Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
κυριαρχώ, διαφεντεύω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
overstride = να υπερβώ, μετακυλίσει / περνούν πάνω από, κάνει τεράστια βήματα πάνω από...
φυλλαδιογράφος, είναι η σύνθεση ή έκδοση φυλλαδίων ειδικά με αντιφατικό περιεχόμενο
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να συνθέτουν ή να εκδίδει φυλλάδια, ειδικά τα αμφιλεγόμενα αυτά.
παράλληλος
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να προκαλέσει να αντιστοιχούν ή να βρίσκονται στην ίδια κατεύθυνση και ίση απόσταση σε όλα τα μέρη.
παραλύω, σημαίνει στερώ ΄την εξουσία της ενέργειας
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
παραλύσει = διακοπή εργασίας, fucntining / / δεν είναι σε θέση να περπατήσει, να κάνει '' ακρωτηριάσουν '',
παραφράζω, σημαίνει λέω το ίδιο πράγμα, με το ίδιο νόημα αλλά με διαφορετικές λέξεις
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Παραφράζοντας, είναι μετάφραση ελεύθερα, ή πρόκειται για πνευματικά δικαιώματα, να πω το ίδιο πράγμα σε διαφορετικές ...
ξεφλουδίζω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Αφαιρώ, βγάζω τη φλούδα από κάτι, συνήθως χωρίς τη χρήση μαχαιριού ή άλλου εργαλείου.