Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary

SAT vocabulary

Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.

Contributors in Λεξιλόγιο SAT

SAT vocabulary

ξεπερνώ

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

ξεπερνά τον = υπερβαίνουν, πολύ πάνω από, μακριά από τα...

κυριαρχώ, διαφεντεύω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

overstride = να υπερβώ, μετακυλίσει / περνούν πάνω από, κάνει τεράστια βήματα πάνω από...

παράλληλος

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Να προκαλέσει να αντιστοιχούν ή να βρίσκονται στην ίδια κατεύθυνση και ίση απόσταση σε όλα τα μέρη.

παραλύω, σημαίνει στερώ ΄την εξουσία της ενέργειας

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

παραλύσει = διακοπή εργασίας, fucntining / / δεν είναι σε θέση να περπατήσει, να κάνει '' ακρωτηριάσουν '',

παραφράζω, σημαίνει λέω το ίδιο πράγμα, με το ίδιο νόημα αλλά με διαφορετικές λέξεις

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Παραφράζοντας, είναι μετάφραση ελεύθερα, ή πρόκειται για πνευματικά δικαιώματα, να πω το ίδιο πράγμα σε διαφορετικές ...

ξεφλουδίζω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Αφαιρώ, βγάζω τη φλούδα από κάτι, συνήθως χωρίς τη χρήση μαχαιριού ή άλλου εργαλείου.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Literary Genres

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 10 Όροι

Psychedelic Drugs

Κατηγορία: Health   2 20 Όροι