Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
σταθμίζω, αναλογίζομαι
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
συλλογιστεί, είναι διαλογίζεται, να αδράξουμε, να εξετάσουμε, ουσιαστικό είναι εἰ δὲ βούλει
προμηνύω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Προαναγγέλλω κάτι, παρουσιάζω ενδείξεις, σημάδια για κάτι που πρόκειται να συμβεί, να ακολουθήσει.
εκθέτω, παρουσιάζω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
τοποθετώ, να παρουσιάσει με τρόπο μεθοδικό, κανονική, τοποθετώ ομαλή
κατέχω, είμαι κάτοχος , έχω στην κατοχή μου
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
κατέχουν, είναι να έχει, με τις δικές, και ουσιαστικό είναι κατοχή.
μεταχρονολογώ
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Βάζω σε ένα έγγραφο χρονολογία μεταγενέστερη από την πραγματική.