Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
διάρρηξη, διαρρηγνύω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
να σπάσει ή έκρηξη ή αιτία να σπάσει ή έκρηξη? να επηρεάσει ή να επηρεαστεί με μια ρήξη ή κήλη? να υποβληθούν σε ή να προκαλέσει να υποβληθούν σε παραβίαση σε σχέσεις ή ...
θυσιάζω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να κάνει μια προσφορά της να θεότητα, ειδικά με την παρουσίαση σε ένα βωμό.
κύρωση
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
να δώσει την εξουσία να? άδεια? να έχει χορηγηθεί άδεια- επιβεβαίωση