Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary

SAT vocabulary

Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.

Contributors in Λεξιλόγιο SAT

SAT vocabulary

θαμπώνω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Να ελαττώσει ή να καταστρέψει τη λάμψη της με οποιονδήποτε τρόπο.

αφθονώ

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

να είναι παραγωγικός ή άφθονο (σε)? αφθονούν (σε)

χρονοτριβώ, χασομερώ

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Να ακολουθήσει μια πολιτική της καθυστέρησης.

δελεάζω, βάζω σε πειρασμό

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Να προσφέρει σε (κάποιον) ένα κίνητρο για να κάνουν λάθος.

δίνω τέλος, τερματίζω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Δίνω τέλος, βάζω τέλος, τερματίζω

ανακαλώ

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Δηλώνω ότι κάτι δεν ισχύει πια.

περικόπτω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Αφαιρώ μέρος ή τμήμα, μειώνω χρηματικό ποσό.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Big Data

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 2 Όροι

Fanfiction

Κατηγορία: Λογοτεχνία   2 34 Όροι