Home > Βιομηχανία/Τομέας > Υγεία > Sexual health
Sexual health
Enjoying emotional, physical, and social well-being in regard to one’s sexuality, including free and responsible sexual expression that enriches one’s personal and social life and fulfills one’s sexual rights. Disorders in sexual health can impact a person’s physical and emotional health, as well as his or her relationships and self-image.
Industry: Υγεία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Sexual health
Sexual health
μολύνσεις ζύμης
Υγεία; Sexual health
Λοιμώξεις του κόλπου που προκαλείται από ένα από τα πολλά είδη του μύκητα που ονομάζεται Candida. Α αλλαγή στην χημική ισορροπία στον κόλπο επιτρέπει το μύκητα να αυξηθεί πολύ γρήγορα και να ...
στειρότητα
Υγεία; Sexual health
Στειρότητα, ανικανότητα να μείνει έγκυος ή να προκαλέσει μια εγκυμοσύνη.
αιδοιοκολπίτιδα
Υγεία; Sexual health
Φλεγμονή του κόλπου και του αιδοίου (την εξωτερική γεννητικών).
εγχείρηση αλλαγής φύλου
Υγεία; Sexual health
Παρεμβάσεις που προορίζονται να τροποποιήσουν τα όργανα φύλων προς την ταυτότητα του φύλου ενός ατόμου. Για τους πμ∆, αυτό είναι συνήθως η αφαίρεση των όρχεων και τη χειρουργική δημιουργία ένα κόλπο ...
βακτηριακό vaginosis (BV)
Υγεία; Sexual health
Φλεγμονή, το αιδοίο ή/και του κόλπου-κολπίτιδες — προκαλούνται από την αλλαγή στην ισορροπία της κολπικής βακτήρια, τα οποία μπορεί να προκληθεί από κολπική συνουσία ή χειροκίνητη φύλο παιχνίδι, ...
καταδίωξη
Υγεία; Sexual health
Ενστάλαξη το φόβο μανιωδώς υιοθετώντας έναν εταίρο σεξ επιθυμητό, παρελθόν, ή την τρέχουσα.