Home > Βιομηχανία/Τομέας > Retail > Supermarkets
Supermarkets
Terms that are in relation to the biggest kind of retail store.
Industry: Retail
Προσθήκη νέου όρουContributors in Supermarkets
Supermarkets
ειδικότητα χώρο αποθήκευσης
Retail; Supermarkets
Ένα κατάστημα λιανικής πώλησης που προσφέρει μόνο συγκεκριμένους τύπους τροφίμων, π.χ., αρτοποιίας, παραγωγή, ...
προώθηση in-and-out
Retail; Supermarkets
Μια προαγωγή λιανικής για περιορισμένη περίοδο πώλησης που διαθέτει τύπων του προϊόντος ή τις ποσότητες που δεν τακτικά σύσταση (π.χ., χορτοκοπτικές, Χριστουγεννιάτικα διακοσμητικά ...
κάθε ημέρα χαμηλή τιμή (EDLP)
Retail; Supermarkets
Μια τιμολογιακή πολιτική στην οποία το προϊόν τιμές διατηρούνται συστηματικά χαμηλά λιανικής. Δείτε ανώτερης-κατώτερης τιμής τιμολόγησης. ...
άμεσα υπόψη
Retail; Supermarkets
Λιανοπωλητή που αγοράζει απευθείας από τον κατασκευαστή και να λαμβάνει κάθε κατασκευαστής αποζημιώσεις.
έμμεση λογαριασμού ή έμμεση αγοραστική ομάδας
Retail; Supermarkets
Λιανοπωλητή αγοράζουν προϊόντα απευθείας από χονδρεμπόρου, αντί για τους κατασκευαστές. Δείτε άμεσα υπόψη.
λαμβάνουν
Retail; Supermarkets
Α λιανικής πώλησης του καταστήματος καθημερινή αποδεικτικά, π.χ., μετρητών, έλεγχοι, πιστωτικές κάρτες.