Home > Βιομηχανία/Τομέας > Biology > Urology
Urology
The study and treatment of disorders of the urogenital organs.
Industry: Biology
Προσθήκη νέου όρουContributors in Urology
Urology
ελλιπής κύστη Άδειασμα
Biology; Urology
Η ανικανότητα να εντελώς άκυρη η κύστη κατά τη διάρκεια της ούρησης.
ακράτεια ούρων
Biology; Urology
Μη ηθελημένης απώλεια ούρα πρέπει να έχει αρνητικές επιπτώσεις για την ποιότητα της ζωής του ατόμου, ιδίως για υγιεινής ή/και κοινωνικές ...
στυτική δυσλειτουργία (ED)
Biology; Urology
Η αδυναμία να επιτευχθεί ή τη διατήρηση ανέγερσης μια ικανοποιητική για σεξουαλικές σχέσεις να συμμετάσχουν σε σεξουαλική επαφή. Ενδέχεται να αναφέρεται ως ...
νυκτόβιοι enuresis
Biology; Urology
Ακράτεια που προκύπτει νύχτα ή ενώ ένα πρόσωπο που βρίσκεται σε αναστολή λειτουργίας. Γνωστό ως "bedwetting".
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί