Home > Βιομηχανία/Τομέας > Recording equipment > Video camera

Video camera

Camcorders, blueray video camaras

Contributors in Video camera

Video camera

διαδικασία dynaLatitude

Consumer electronics; Video camera

Ένα μοναδικό χαρακτηριστικό λειτουργία όταν χρησιμοποιείτε την τεχνολογία ψηφιακής επεξεργασίας σημάτων (DSP). Διαχειρίζεται την αντίθεση κάθε pixel σύμφωνα με ένα ιστόγραμμα επίπεδο διανομής βίντεο ...

E-donpisha

Consumer electronics; Video camera

Ενισχυμένη ασύγχρονη κλείστρου. Διατίθεται με εξωτερικές και εσωτερικές συγχρονισμού. Η φωτογραφική μηχανή CCD αρχίζει να συσσωρεύονται ηλεκτρόνια παρελήφθη από μια εξωτερική σκανδάλη παλμό. Ταχύτητα ...

δυναμικός έλεγχος αντίθεσης plus (DCC +)

Consumer electronics; Video camera

Μια λειτουργία της ψηφιακής επεξεργασίας σημάτων (DSP) τεχνολογία που εξαλείφει σχεδόν απόχρωση παράγοντα στρέβλωσης – φαινόμενο που γίνεται ιδιαίτερα φανερό σε ακραία υψηλές συνθήκες φωτισμού. ...

E-donpisha - II

Consumer electronics; Video camera

Κλείστρου ασύγχρονη λειτουργία. Διαθέσιμες σε λειτουργία συγχρονισμού του εξωτερικού μόνο. Χρονοδιάγραμμα συσσώρευση και ταχύτητας κλείστρου ελέγχονται από το σήμα εξωτερική σκανδάλη. Ταχύτητα ...

ελάχιστη απόσταση αντικειμένου (MOD)

Consumer electronics; Video camera

Μία παράμετρος φακών που ορίζει την ελάχιστη απόσταση από ένα φακό κάμερας, στο σημείο όπου ένα αντικείμενο μπορεί να παραμένει εστιασμένο. ...

φίλτρο ουδέτερης πυκνότητας (φίλτρο ND)

Consumer electronics; Video camera

Ένα γκρι φίλτρο μπροστά από ένα φακό, για τη μείωση της ποσότητας εισερχόμενου φωτός εντός του φακού κάμερας. Δεν επηρεάζει το ...

NTSC (Εθνική Επιτροπή Συστημάτων Τηλεόρασης)

Consumer electronics; Video camera

Πρότυπο έγχρωμου βίντεο, χρησιμοποιείται κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία. Το NTSC χρησιμοποιεί 525 γραμμές σάρωσης ανά εικόνα, 30 εικόνες (καρέ) ανά δευτερόλεπτο, κάθε καρέ αποτελείται ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

GE Smart Series Cameras

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 1 Όροι

Higher Education

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 65 Όροι