Home > Βιομηχανία/Τομέας > Building materials > Wood flooring
Wood flooring
Of, or related to the laying of, a floor covering made from wood.
Industry: Building materials
Προσθήκη νέου όρουContributors in Wood flooring
Wood flooring
χημική αντίσταση
Building materials; Wood flooring
Η ιδιότητα ενός πατώματος φινίρισμα που επιτρέπει να είναι ανεπηρέαστο από χημικές ουσίες που ανατρέπονται επάνω σε ...
Σύρετε applicator
Building materials; Wood flooring
Αντίσταση αισθάνθηκε όταν τραβάτε ένα applicator πέρα από ένα ξύλινο πάτωμα. Σύρετε αισθάνθηκε όταν επαναβαφή ένα τέρμα είναι ένα σημάδι της εφαρμογής το φινίρισμα πάρα πολύ νωρίς ή όχι κρατώντας ...