Home > Όροι > Σερβικά > руменило

руменило

Usually a peachy or pinkish highlighter used to create natural rosy cheeks. Applied properly, blush can create a refreshed and energetic look.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Personal care products
  • Category: Makeup
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Suncookreti
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Apparel Category: Skirts & dresses

А-линија

Оцртавање хаљине или сукње која је ужа на врху, а шири се нежно у стране да направи "А" облик. Лепо изгледа на већини фигура са одређеним ...

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Best Mobile Phones 2014

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 2 Όροι

Introduction of Social Psychology (PSY240)

Κατηγορία: Επιστήμη   13 5 Όροι