Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
Sarbanes-Oxley Πράξη του 2002
Λογιστική; Auditing
καθιέρωση Αποτελεσμάτων Ελέγχου Εταιρείας Δημοσίου Λογιστικής και πρόσθεση προυποθέσεων για εμπορικές εταιρείες του δημοσίου, οι υπάλληλοί τους, πίνακες και ορκωτοί λογιστές. Αύξηση των προστίμων για ...
ταξινόμηση
Λογιστική; Auditing
Τακτοποίηση ή ταξινόμηση Περιουσιακών Στοιχείων και χρεών ταξινομούνται ως τρέχοντα ή μη τρέχοντα.
AICPA ή Αμερικανικό Ινστιτούτο Πιστοποιημένων Λογιστών του Δημοσίου
Λογιστική; Auditing
Ο επαγγελματικός οργανισμός CPA στις Η[Α. Πρόκειται για ιδιωτική εταιρεία CPA, όχι θυγατρική της κυβέρνησης. Κάθε πολιτεία εκδίδει πιστοποιητικά CPA, όχι AICPA. Εφόσον κάθε πολιτεία φτιάχνει τους ...
Πίνακας Προτύπων Λογιστικής
Λογιστική; Auditing
Εγγραφα λογιστικού ελέγχου εκδίδονται στον πίνακα προτύπων λογιστικής, το σώμα του AICPA φαίνεται ότι εκδίδει εντολές λογιστικού ...
αξιόπιστος
Λογιστική; Auditing
(αξιοπιστία).Διαφορετικές αποδείξεις μετά από λογιστικό έλεγχο παράσχουν διάφορους βαθμούς βεβαιότητος στον ελεγκτή. Οταν μπορούν να αποκτηθούν αποδειξεις από ανεξάρτητες πηγές εκτός της εταιρείας, ...
αναλυτική διαδικασία
Λογιστική; Auditing
Μια σύγκριση ποσών αντιγράφου οικον. κίνησης με την προσδοκία του ελεγκτή. Ενα παράδειγμα είναι να συγκρίνεις το επιτόκιο για το τρέχον έτος (ποσό φύλλου ταμείου)υπολογίζοντας τον τόκο εξόδων. Το ...
υπηρεσίες ελέγχου και λογιστικής
Λογιστική; Auditing
είναι επίσημες διαδικασίες που καλύπτουν την συγκέντρωση και έλεγχο υποχρεώσεων Η συλλογή παρουσιάζει πληροφορίες πάνω στα οικονομικά δηλωτικά που αποτελούν την αντιπροσώπευση της διεύθυνσης δίχως ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί