Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
acquittal
Νομική; Γενική νομική
Η ετυμηγορία του την κριτική επιτροπή, με την οποία δηλώνεται ότι η ποινική καθού δεν είναι ένοχος.
πρόσβαση
Νομική; Γενική νομική
Ένας όρος που χρησιμοποιείται στο οικογενειακό δίκαιο και αναφέρεται το δικαίωμα της συζύγου, που επιτρέπει να σπαταλάτε τον χρόνο με τα παιδιά σε τακτική ...
εξάρτημα
Νομική; Γενική νομική
Ένα άτομο θεωρείται ότι ενός εξαρτήματος, βοηθά ή ενθαρρύνει τη δέσμευση του εγκλήματος. Το είναι ένα εξάρτημα πριν το γεγονός, εάν γνωρίζει σχετικά με την εκ των προτέρων την Επιτροπή του εγκλήματος. ...
ατύχημα
Νομική; Γενική νομική
Ενός ατυχήματος απρόβλεπτου, που προκαλούνται από απροσεξία, η άγνοια ή η άγνοια. Επηρεαζόμενους μέρους μπορούν να ζητήσουν αποζημίωση, εφόσον το ατύχημα που οδηγεί σε ...
κατάχρηση
Νομική; Γενική νομική
Εσφαλμένη ή η υπερβολική χρήση κάθε νομικό δικαίωμα ή διαδικασία. Είναι κατάχρηση εξουσίας, όταν το Δικαστήριο δεν χρησιμοποιεί νόμους ή αν η απόφαση βασίζεται σε εσφαλμένα στοιχεία. Είναι η ...
επιτάχυνση ρήτρα
Νομική; Γενική νομική
Μια συμβατική διάταξη, η οποία επισπεύδει την ημερομηνία πληρωμής της πληρωμής ή υποχρέωση, ως ποινή για προεπιλογή στο η υποχρέωση πληρωμής ...
απόλυτη
Νομική; Γενική νομική
Δικαίωμα λέγεται ότι είναι απόλυτη, όταν να είναι ελεύθερος από οποιαδήποτε συνθήκη ή των προσόντων. Απόλυτη ευθύνη καθιστά ένα πρόσωπο που υπέχει ευθύνη για την ενέργεια και η άμυνα δεν είναι ...