Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking
Public speaking
Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Public speaking
Public speaking
εισαγωγή
Γλώσσα; Public speaking
Ένα κανονικά γραπτή άνοιγμα σε μια ομιλία που χρησιμοποιείται από το εισάγων να παρουσιάσει τον ομιλητή στο ακροατήριο. ...
αριθμός κλήσης
Γλώσσα; Public speaking
Ένας αριθμός που χρησιμοποιείται σε βιβλιοθήκες, για την ταξινόμηση των βιβλίων και των περιοδικών και για να υποδείξετε πού βρίσκονται στα ...
refutative σχεδιασμού
Γλώσσα; Public speaking
Μια σχεδίαση πειστική ομιλία στην οποία ο ομιλητής προσπαθεί να εγείρουν αμφιβολίες σχετικά με την ζημία, ή να καταστρέψουν μια αντίθετη ...
κίνητρα ακολουθία σχεδίασης
Γλώσσα; Public speaking
Μια σχεδίαση πειστική ομιλίας που προχωρά συνάφειάς προσοχή, καταδεικνύουν την ανάγκη, να ανταποκρίνονται σε ανάγκες, οπτικοποίηση των αποτελεσμάτων και απαιτώντας να υπάρξει ...
εκπρόσωπος
Γλώσσα; Public speaking
Ένα άτομο που μιλά για ή αντιπροσωπεύει μια εταιρεία, εταιρεία ή άλλο πρόσωπο.
αναχρονιστικό
Γλώσσα; Public speaking
Άτομο, τόπο ή γεγονός που τοποθετείται σε μια χρονική περίοδο, που δεν ανήκει όπως George Washington κάθονται μπροστά από έναν υπολογιστή. ...
Μετακινήστε την τροποποίηση
Γλώσσα; Public speaking
Μια κοινοβουλευτική κίνηση που προσφέρει τη δυνατότητα να τροποποιήσετε μια πρόταση προς το παρόν υπό ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
rufaro9102
0
Όροι
41
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί