Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking
Public speaking
Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Public speaking
Public speaking
συμπόσιο
Γλώσσα; Public speaking
Δημόσια παρουσίαση κατά την οποία πολλοί άνθρωποι μιλούν για τις διαφορετικές εκδοχές του ίδιου θέματος.
πρόποση
Γλώσσα; Public speaking
Σύντομος χαιρετιστήριος λόγος, που συχνά απευθύνεται σε γιορτές ή συναντήσεις.
σύγκριση
Γλώσσα; Public speaking
Δήλωση που παρουσιάζη τις ομοιότητες ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα, ιδές κ.α.
κίνητρο
Γλώσσα; Public speaking
Εσωτερικές δυνάμεις που παρακινούν ή κατευθύνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά προς συγκεκριμένο στόχο.
χιουμορίστας
Γλώσσα; Public speaking
Ομιλητής που χρησιμοποιεί το χιούμορ για να μεταφέρει ένα μήνυμα ή να διασκεδάσει.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί