Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking

Public speaking

Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.

Contributors in Public speaking

Public speaking

συμπόσιο

Γλώσσα; Public speaking

Δημόσια παρουσίαση κατά την οποία πολλοί άνθρωποι μιλούν για τις διαφορετικές εκδοχές του ίδιου θέματος.

πρόποση

Γλώσσα; Public speaking

Σύντομος χαιρετιστήριος λόγος, που συχνά απευθύνεται σε γιορτές ή συναντήσεις.

σύγκριση

Γλώσσα; Public speaking

Δήλωση που παρουσιάζη τις ομοιότητες ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα, ιδές κ.α.

κίνητρο

Γλώσσα; Public speaking

Εσωτερικές δυνάμεις που παρακινούν ή κατευθύνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά προς συγκεκριμένο στόχο.

χερονομίες

Γλώσσα; Public speaking

Κινήσεις χεριών ενός ομιλητή κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας.

αστεία

Γλώσσα; Public speaking

Κάτι που λέγεται ή γίνεται για να προκαλέσει γέλιο ή διασκέδαση.

χιουμορίστας

Γλώσσα; Public speaking

Ομιλητής που χρησιμοποιεί το χιούμορ για να μεταφέρει ένα μήνυμα ή να διασκεδάσει.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Harry Potter Cast Members

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   4 16 Όροι

Food products of Greece

Κατηγορία: Other   1 2 Όροι