Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking

Public speaking

Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.

Contributors in Public speaking

Public speaking

σύνοψη

Γλώσσα; Public speaking

Περίληψη ενός άρθρου από περιοδικό ή ημερολόγιο, γραμμένη από κάποιον που δεν είναι ο αρχικός συγγραφέας.

εγωκεντρισμός

Γλώσσα; Public speaking

Η τάση να αντιμετωπίζει κανείς τα πράγματα σαν να υπήρχαν μόνο γι' αυτόν, σύμφωνα με τη δική του άποψη και τα δικά του συμφέροντα. ...

βόμβα

Γλώσσα; Public speaking

Στις Η.Π.Α. η μεγάλη αποτυχία. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η μεγάλη επιτυχία.

οξύμωρο

Γλώσσα; Public speaking

Δυο έννοιες (συνήθως δυο λέξεις) που δεν ταιριάζουν και φαινομενικά αποκλείουν η μια την άλλη, αλλά χρησιμοποιούνται μαζί όπως παλιά νέα, δώρο ...

κάνω χειρονομίες

Γλώσσα; Public speaking

Η έντονη και εκφραστική κίνηση των χεριών.

διάλεκτος

Γλώσσα; Public speaking

Ιδίωμα με μεγάλη έκταση ή με σημαντικές διαφορές από την κοινή στην προφορά, στη μορφολογία, στη σύνταξη και στο λεξιλόγιο, που δε θεωρείται όμως διαφορετική ...

διαφήμιση

Γλώσσα; Public speaking

Απλή προβολή που γίνεται κατά τη διάρκεια μιας παρουσίασης, με σκοπό να προωθήσει ένα προϊόν ή μια υπηρεσία.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Nikon Imaging Products

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 7 Όροι

Broadway Musicals

Κατηγορία: Arts   2 20 Όροι