![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking
Public speaking
Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Public speaking
Public speaking
σύνοψη
Γλώσσα; Public speaking
Περίληψη ενός άρθρου από περιοδικό ή ημερολόγιο, γραμμένη από κάποιον που δεν είναι ο αρχικός συγγραφέας.
εγωκεντρισμός
Γλώσσα; Public speaking
Η τάση να αντιμετωπίζει κανείς τα πράγματα σαν να υπήρχαν μόνο γι' αυτόν, σύμφωνα με τη δική του άποψη και τα δικά του συμφέροντα. ...
βόμβα
Γλώσσα; Public speaking
Στις Η.Π.Α. η μεγάλη αποτυχία. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η μεγάλη επιτυχία.
οξύμωρο
Γλώσσα; Public speaking
Δυο έννοιες (συνήθως δυο λέξεις) που δεν ταιριάζουν και φαινομενικά αποκλείουν η μια την άλλη, αλλά χρησιμοποιούνται μαζί όπως παλιά νέα, δώρο ...
διάλεκτος
Γλώσσα; Public speaking
Ιδίωμα με μεγάλη έκταση ή με σημαντικές διαφορές από την κοινή στην προφορά, στη μορφολογία, στη σύνταξη και στο λεξιλόγιο, που δε θεωρείται όμως διαφορετική ...
διαφήμιση
Γλώσσα; Public speaking
Απλή προβολή που γίνεται κατά τη διάρκεια μιας παρουσίασης, με σκοπό να προωθήσει ένα προϊόν ή μια υπηρεσία.