![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking
Public speaking
Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Public speaking
Public speaking
ισορροπία
Γλώσσα; Public speaking
Ως ισορροπία αναφέρεται γενικά μια κατάσταση κατά την οποία ανταγωνιστικοί παράγοντες που το επηρεάζουν συμβάλλουν σε ίσα ...
ρυθμός
Γλώσσα; Public speaking
Η εναλλαγή ήχων κατά χρονικά διαστήματα που έχουν μεταξύ τους ανάλογη διάρκεια.
επιδεξιότητα
Γλώσσα; Public speaking
Η ικανότητα κάποιου να ασκεί ορισμένη δραστηριότητα όπως πρέπει και με κατάλληλους, ακριβείς, σωστούς χειρισμούς. ...
προφορά
Γλώσσα; Public speaking
Ο ιδιαίτερος τρόπος άρθρωσης καθενός από τους φθόγγους μιας γλώσσας.
πολυμέσα
Γλώσσα; Public speaking
Η χρήση και ο συνδυασμός διάφορων μέσων επικοινωνίας όπως κομπιούτερ, βίντεο, κτλ. για επιμορφωτικούς συνήθως ...