Home > Όροι > Afrikaans (AF) > Agawe
Agawe
Giftig wanneer rou; het 'n soet, matige geur wanneer gebak of in 'n stroop gemaak.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: proper noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Restaurants
- Category: Misc restaurant
- Company: Epricurious
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching
Leerproduk
Die eindresultaat van 'n leerproses; wat jy daaruit geleer het.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Teresa Pelka
0
Όροι
3
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Teresa's glossary of psycholinguistics
Κατηγορία: Εκπαίδευση 1 2 Όροι
Browers Terms By Category
- Automobile(10466)
- Motorcycles(899)
- Automotive paint(373)
- Tires(268)
- Vehicle equipment(180)
- Auto parts(166)
Κατασκευή Αυτοκινήτων(12576) Terms
- Osteopathy(423)
- Acupuncture(18)
- Alternative psychotherapy(17)
- Ayurveda(9)
- Homeopathy(7)
- Naturopathy(3)
Alternative therapy(489) Terms
- Project management(431)
- Mergers & acquisitions(316)
- Human resources(287)
- Relocation(217)
- Marketing(207)
- Οργάνωση Εορτών(177)
Business services(2022) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)
Γεωργικές χημικές ουσίες(2207) Terms
- Railroad(457)
- Train parts(12)
- Trains(2)