Home > Όροι > Afrikaans (AF) > amplifier (versterker)

amplifier (versterker)

'N toestel, veral die een met behulp van transistors of elektron buise, wat versterking van 'n elektriese sein produseer.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): amp_₀
  • Blossary: Viser
  • Κλάδος/Τομέας: Events
  • Category: Awards
  • Company: Volkswagen
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Janneman
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές Category: PC peripherals

drukker

'n tipe randtoestel wat harde kopieë produseer van informasie gegenereer deur 'n rekenaar op papier en ander media

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Product Standards

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 5 Όροι

Myers-Briggs Type Indicator

Κατηγορία: Εκπαίδευση   5 8 Όροι