Home > Όροι > Afrikaans (AF) > amplifier (versterker)

amplifier (versterker)

'N toestel, veral die een met behulp van transistors of elektron buise, wat versterking van 'n elektriese sein produseer.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): amp_₀
  • Blossary: Viser
  • Κλάδος/Τομέας: Events
  • Category: Awards
  • Company: Volkswagen
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Collin Koortzen
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 5

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ιντερνετ Category: Social media

Tydlyn

'n Tydlyn is 'n Facebook-profiel kenmerk wat 'n gebruiker se hele geskiedenis van foto's, persoonlike mylpale en ander dinge wat op Facebook gedeel is ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Alternative Medicine

Κατηγορία: Other   2 19 Όροι

The Most Bizzare New Animals

Κατηγορία: Animals   3 14 Όροι