Home > Όροι > Afrikaans (AF) > amplifier (versterker)

amplifier (versterker)

'N toestel, veral die een met behulp van transistors of elektron buise, wat versterking van 'n elektriese sein produseer.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): amp_₀
  • Blossary: Viser
  • Κλάδος/Τομέας: Events
  • Category: Awards
  • Company: Volkswagen
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Karin Stelzmann
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Art history Category: Visual arts

borsbeeld

'n Gebeeldhoude of geskilderde portret wat bestaaan uit die kop, skouers en bo-arms van die onderwerp.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

British food

Κατηγορία: Food   1 1 Όροι

Rhetoric of the American Revolution

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 20 Όροι