Home > Όροι > Bengali (BN) > উৎপাদন

উৎপাদন

অর্থনৈতিক কর্মকান্ডের ফলঃ উৎপাদনের উপাদান ব্যবহার করে যা উৎপন্ন করা হয়।

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Economy
  • Category: Economics
  • Company: The Economist
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

iffat
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 5

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

শিক্ষার ফল

End result of a process of learning; what one has learned.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Journalistic Terms and Expressions

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 12 Όροι

Christmas Facts

Κατηγορία: Κουλτούρα   1 4 Όροι