Home > Όροι > Bengali (BN) > উৎপাদন
উৎপাদন
অর্থনৈতিক কর্মকান্ডের ফলঃ উৎপাদনের উপাদান ব্যবহার করে যা উৎপন্ন করা হয়।
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Economy
- Category: Economics
- Company: The Economist
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching
শিক্ষার ফল
End result of a process of learning; what one has learned.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Tatevik888
0
Όροι
5
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Journalistic Terms and Expressions
Κατηγορία: Εκπαίδευση 1 12 Όροι
Browers Terms By Category
- Misc restaurant(209)
- Culinary(115)
- Fine dining(63)
- Diners(23)
- Coffehouses(19)
- Cafeterias(12)
Restaurants(470) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)
Μπαρ & νυχτερινά κέντρα(63) Terms
- Marketing communications(549)
- Online advertising(216)
- Billboard advertising(152)
- Television advertising(72)
- Radio advertising(57)
- New media advertising(40)
Advertising(1107) Terms
- Festivals(20)
- Religious holidays(17)
- National holidays(9)
- Observances(6)
- Unofficial holidays(6)
- International holidays(5)
Holiday(68) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)