Home > Όροι > Bosnian (BS) > prilagoditi

prilagoditi

Učiniti nešto prikladnim za novu upotrebu ili svrhu.

0
  • Μέρος του λόγου: verb
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Miscellaneous
  • Category: Verbs
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Vesna Kovacevic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

produkt učenja

Knačni rezultati procesa učenja; ono što je naučeno.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Hiking Trip

Κατηγορία: Σπορ   1 6 Όροι

Tasting Brazil

Κατηγορία: Food   1 1 Όροι