Home > Όροι > Bosnian (BS) > kobra

kobra

A highly venomous snake from the elapidae family native to Asia and Africa. When alarmed, a cobra raises its head and expands the skin of the neck to form a flattened hood.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Animals
  • Category: Snakes
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Vesna Kovacevic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Psychology Category: Behavior analysis

grčevi u želucu

Stanje bića - potišteno ili zlovoljano ponašanje, pojavljuju se grčevi, ili razdražljivost. Izvorno značenje ove riječi izvedena iz migrena, što znači ...